30.3.11

Τo διήγημα/ el cuento

                                                Του Κιμ Μονζό
                                               Μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη
Το απόγευμα ο άντρας κάθεται στο γραφείο του, παίρνει ένα λευκό φύλλο χαρτί, το βάζει στη γραφομηχανή και αρχίζει να γράφει. Η αρχική φράση του βγαίνει κατ’ευθείαν. Η δεύτερη επίσης. Μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης μεσολαβούν μερικά δευτερόλεπτα αμφιβολίας.
Γεμίζει μια σελίδα, βγάζει το χαρτί απ’τη γραφομηχανή και το αφήνει στην άκρη, με τη λευκή πλευρά από πάνω. Σε αυτήν την πρώτη σελίδα προσθέτει κι άλλη, και μετά από λίγο κι άλλη. Πού και πού ξαναδιαβάζει αυτό που έχει γράψει, διαγράφει λέξεις, αλλάζει τη σειρά τους μέσα στις φράσεις, σβήνει παραγράφους, πετάει ολόκληρες σελίδες στον κάδο σκουπιδιών. Ξαφνικά αφήνει στην άκρη  τη γραφομηχανή, παίρνει τη στίβα με τα χαρτιά, τα γυρνάει απ’την γραμμένη πλευρά και με ένα στυλό διαγράφει, αλλάζει, προσθέτει, σβήνει. Τοποθετεί τη στίβα με τα χαρτιά στα δεξιά του, ξαναφέρνει κοντά του τη γραφομηχανή και ξαναγράφει την ιστορία από την αρχή ως το τέλος. Μόλις τελείωνει, την ξαναδιορθώνει στο χέρι και την ξαναγράφει στη γραφομηχανή. Όταν πια έχει πέσει η νύχτα την ξαναδιαβάζει για νιοστή φορά. Είναι ένα διήγημα. Του αρέσει πολύ. Τόσο, που κλαίει απ’τη χαρά του. Είναι ευτυχισμένος. Ισώς να είναι το καλύτερο διήγημα που έχει γράψει ποτέ. Του φαίνεται σχεδόν τέλειο. Σχεδόν, γιατί του λείπει ο τίτλος. όταν βρει τον κατάλληλο τίτλο θα είναι ένα διήγημα ανυπέρβλητο. Διαλογίζεται πάνω στον τι τίτλο να του βάλει. Του έρχεται στο μυαλό ένας. Τον γράφει σε ένα χαρτί, για να δει πώς του φαίνεται. Δεν ταιριάζει. Αν το καλοκοιτάξεις, δεν ταιριάζει καθόλου. Τον σβήνει. Σκέφτεται άλλον. Όταν τον ξαναδιαβάζει, τον σβήνει και αυτόν.
Όλοι οι τίτλοι που του έρχονται στο μυαλό, του καταστρέφουν το διήγημα: ή είναι κοινότυποι ή δίνουν στην ιστορία ένα σουρεαλιστικό χαρακτήρα που αναιρεί την απλότητά της. Ή απλά είναι ανοησίες που το χαλάνε. Για μια στιγμή σκέφτεται να του βάλει τον τίτλο «χωρίς τίτλο», άλλα αυτό το καταστρέφει ακόμα πιο πολύ. Σκέφτεται ακόμα και την πιθανότητα να μην του βάλει πραγματικά κανένα τίτλο, και να αφήσει κενό το χώρο που προορίζεται γι’αυτόν. Αλλά αυτή η λύση είναι η χειρότερη από όλες: ίσως να υπάρχουν διηγήματα που να μη χρειάζονται τίτλο, αλλά δεν είναι αυτό· αυτό χρειάζεται έναν πολύ ακριβή: τον τίτλο που, από διήγημα σχεδόν τέλειο, θα το μεταμόρφωνε σε ένα τέλειο διήγημα σε όλα του: το καλύτερο διήγημα που έχει γραφτεί ποτέ.
Την αυγή εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια: δεν υπάρχει κανένας τίτλος αρκετά τέλειος για αυτό το τόσο τέλειο διήγημα γιατί κανένα τίτλος δεν είναι αρκετά καλός για αυτό, γεγονός που το εμποδίζει να γίνει τέλειο σε όλα του. Παραιτημένος (και ξέροντας ότι δε μπορεί να κάνει τίποτα άλλο), παίρνει τα χαρτιά όπου έχει γράψει το διήγημα, τα σκίζει στη μέση, και σκίζει το κάθε μισό στη μέση· και ούτω καθεξής μέχρι να γίνουν κομματάκια.



A media tarde el hombre se sienta ante su escritorio, coge una hoja de papel en blanco, la pone en la máquina y empieza a escribir. La frase inicial sale enseguida. La segunda también. Entre la segunda y la tercera hay unos segundos de duda.
Llena una página, saca la hoja del carro de la máquina y la deja a un lado, con la cara en blanco hacia arriba. A esta primera hoja agrega otra, y luego otra. De vez en cuando relee lo que ha escrito, tacha palabras, cambia el orden dentro de las frases, elimina párrafos, tira hojas enteras a la papelera. De golpe retira la máquina, coge la pila de hojas escritas, la vuelve del derecho y con un bolígrafo tacha, cambia, añade, suprime. Coloca la pila de hojas corregidas a la derecha, vuelve a acercarse la máquina y reescribe la historia de principio a fin. Una vez ha acabado, vuelve a corregirla a mano y a reescribirla a máquina. Ya entrada la noche la relee por enésima vez. Es un cuento. Le gusta mucho. Tanto, que llora de alegría. Es feliz. Tal vez sea el mejor cuento que ha escrito nunca. Le parece casi perfecto. Casi, porque le falta el título. Cuando encuentre el título adecuado será un cuento inmejorable. Medita qué título ponerle. Se le ocurre uno. Lo escribe en una hoja, a ver qué le parece. No acaba de funcionar. Bien mirado, no funciona en absoluto. Lo tacha. Piensa otro. Cuando lo relee también lo tacha.
Todos los títulos que se le ocurren le destrozan el cuento: o son obvios o hacen caer la historia en un surrealismo que rompe la sencillez. O bien son insensateces que lo echan a perder. Por un momento piensa en ponerle Sin título, pero eso lo estropea todavía más. Piensa también en la posibilidad de realmente no ponerle título, y dejar en blanco el espacio que se le reserva. Pero esta solución es la peor de todas: tal vez haya algún cuento que no necesite título, pero no es éste; éste necesita uno muy preciso: el título que, de cuento casi perfecto, lo convertiría en un cuento perfecto del todo: el mejor que haya escrito nunca.
Al amanecer se da por vencido: no hay ningún título suficientemente perfecto para ese cuento tan perfecto que ningún título es lo bastante bueno para él, lo cual impide que sea perfecto del todo. Resignado (y sabiendo que no puede hacer otra cosa), coge las hojas donde ha escrito el cuento, las rompe por la mitad y rompe esta mitad por la mitad; y así sucesivamente hasta hacerlo añicos.


No comments:

Post a Comment