5.6.11

Οδηγίες- παραδείγματα για το πώς να νιώσουμε φόβο/ Instrucciones-ejemplos sobre la forma de tener miedo


του Χούλιο Κορτάσαρ

μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη
Σε ένα χωριό της Σκωτίας πουλάνε βιβλία με μια λευκή σελίδα χαμένη σε κάποιο σημείο του τόμου. Αν ένας αναγνώστης πέσει σε αυτή τη σελίδα στις τρεις το μεσημέρι, πεθαίνει.
Στην  πλατεία του Κιρινάλε, στη Ρώμη, υπάρχει ένα σημείο που γνώριζαν τα μέλη μυστικιστικών οργανώσεων μέχρι τον 19ο αιώνα, και από το οποίο, με πανσέληνο, φαίνεται πώς κινούνται τα αγάλματα των Διόσκουρων που παλεύουν με τα ανασηκωμένα άλογά τους.
Στο Αμάλφι, στο τέλος της προκυμαίας, υπάρχει μία αποβάθρα που μπαίνει στη θάλασσα και στη νύχτα. Ακούγεται το γάβγισμα ενός σκύλου πιο πέρα από το τελευταίο φως του δρόμου.
Ένας κύριος βάζει οδοντόκρεμα στη οδοντόβουρτσα του. Ξαφνικά βλέπει, ξαπλωμένη με γυρισμένη πλάτη, μια μικροσκοπική εικόνα γυναίκας, από κοράλλι ή από ζωγραφισμένη ψίχα ψωμιού. 
Ανοίγοντας τη ντουλάπα για να πάρουμε ένα πουκάμισο, πέφτει ένα παλιό ημερολόγιο που διαλύεται, του φεύγουνε τα φύλλα, καλύπτει τα λευκά ρούχα με χιλιάδες βρωμικες πεταλούδες από χαρτί.
Είναι γνωστό για ένα πλανόδιο πωλητή που άρχισε να τον πονάει ο δεξιός καρπός του, άκριβώς κάτω απ’το ρολόι. Στο τράβηγμα του ρολογιού, ξεπήδησε αίμα: η πληγή έδειχνε ένα σημάδι από κάτι πολύ λεπτά δόντια. 
Ο γιατρός τελειώνει την εξέτασή και μας καθησυχάζει. Η μπάσα και φιλική φωνή του προηγείται των φαρμάκων, τα οποία μας συνταγογραφεί, καθισμένος στο γραφείο του. Που και που σηκώνει το κεφάλι και χαμογελάει, εμψυχώνοντάς μας. Δεν είναι τίποτα σοβαρό, σε μια βδομάδα θα είμαστε καλά. Βυθιζόμαστε στην πολυθρόνα, ευτυχισμένοι, και κοιτάζουμε αφηρημένα γύρω γύρω. Ξαφνικά, στο ημιφως κάτω απ’το γραφείο βλέπουμε τα πόδια του γιατρού. Έχει σηκώσει το παντελόνι μέχρι τους μηρούς, και φοράει γυναικείες κάλτσες. 


de Julio Cortazar
En un pueblo de Escocia venden libros con una página en blanco perdida en algún lugar del volumen. Si un lector desemboca en esa página al dar las tres de la tarde, muere.
En la plaza del Quirinal, en Roma, hay un punto que conocían los iniciados hasta el siglo XIX, y
desde el cual, con luna llena, se ven moverse lentamente las estatuas de los Dióscuros que luchan con sus caballos encabritados
En Amalfí, al terminar la zona costanera, hay un malecón que entra en el mar y la noche. Se oye ladrar a un perro más allá de la última farola.
Un señor está extendiendo pasta dentrífica en el cepillo. De pronto ve, acostada de espaldas, una diminuta imagen de mujer, de coral o quizá de miga de pan pintada. 
Al abrir el ropero para sacar una camisa, cae un viejo almanaque que se deshace, se deshoja, cubre la ropa blanca con miles de sucias mariposas de papel.
Se sabe de un viajante de comercio a quien le empezó a doler la muñeca izquierda, justamente debajo del reloj de pulsera. Al arrancarse el reloj, saltó la sangre: la herida mostraba la huella de unos dientes muy finos.
El médico termina de examinarnos y nos tranquiliza. Su voz grave y cordial precede los medicamentos cuya receta escribe ahora, sentado ante su mesa. De cuando en cuando alza la cabeza y sonríe, alentándonos. No es de cuidado, en una semana estaremos bien. Nos arrellanamos en nuestro sillón, felices, y miramos distraídamente en torno. De pronto, en la penumbra debajo de la mesa vemos las piernas del médico. Se ha subido los pantalones hasta los muslos, y tiene medias de mujer.

Ο δολοφόνος/ El asesino


                                                                            Του Χαβιέρ Τομέο  
                                                              Μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη
Όταν τελείωσε εκείνη η ταινία τρόμου, δεν άναψαν τα φώτα της αίθουσας. Τα πάντα παρέμειναν στο σκοτάδι. Φαινόταν μόνο η κόκκινη επιγραφή που έδειχνε την πόρτα της τουαλέτας. Κάποιοι θεατές οπλίστηκαν με θάρρος και δεν αντιμετώπισαν προβλήματα στο να βρουν την έξοδο. Άλλοι, που σκέφτονταν ακόμα τον δολοφόνο της ταινίας, φοβήθηκαν και παρέμειναν στις θέσεις τους. Ο Χουάν Κ., για παράδειγμα, ήταν απ’ αυτούς που δεν τόλμησαν να κουνηθούν. Έκλεισε τα μάτια –το ένα παρεμπιπτόντως ήταν πιο μεγάλο απ’ το άλλο-, σταύρωσε τα χέρια του και προσπάθησε να πάρει θάρρος με τη σκέψη της γαλλίδας κοπέλας του, η οποία ήταν γι’αυτόν ό,τι πιο αντίθετο στο θάνατο υπήρχε, απ’ όλα όσα γνώριζε.
      Μισή ώρα μετά, όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, συνειδητοποίησε ότι    οι άλλοι θεατές τον είχαν αφήσει μόνο και ότι ο δολοφόνος καθόταν δίπλα του. 
-Για να δούμε -τον ρώτησε ο αλήτης,  ενώ με το δεξί χέρι χάιδευε τη λαβή του μαχαιριού-,  πείτε μου ποια είναι τα κίνητρα σας για να συνεχίζετε ζωντανός.
-Έχω μια κοπέλα γαλλίδα -του απάντησε ο Χουάν, φροντίζοντας να μην τρέμει πολύ η φωνή του.
Ο δολοφόνος δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση και έμεινε σκεπτικός. Μετά του ζήτησε να του εξηγήσει πώς ήταν αυτή η κοπέλα και ο Χουάν του είπε ότι ήταν ξανθιά με μπλε μάτια. 
-Αυτό δεν είναι αρκετό –είπε μέσα απ’ τα δόντια του ο δολοφόνος, χωρίς να πάρει το χέρι απ’ το μαχαίρι-, πείτε μου, τουλάχιστον, πώς λέγεται.
Ο Χουάν του είπε ότι λεγόταν Ζακελίν και ότι εκτός απ’ τα μπλε μάτια είχε μια φωνούλα μικρού κοριτσιού, χαμένου στο δάσος που τον άναβε.
-Μου φαίνεται ότι είστε αρκετά διεστραμμένος –του είπε τότε ο δολοφόνος.
Και σήκωσε το μαχαίρι με τις χειρότερες διαθέσεις. Ο Χουάν φώναξε βοήθεια και οι ταξιθέτες, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν στο φουαγιέ και έπαιζαν τον παπά, πλησίασαν τρέχοντας. Έπεσαν πάνω στο δολοφόνο και τον ακινητοποίησαν εν ριπή οφθαλμού. 
Το άσχημο ήταν ότι δεν ήξεραν τι να τον κάνουν μετά, να τον πάνε στο αστυνομικό τμήμα, που ήταν δύο δρόμους πιο πάνω ή να τον επιστρέψουν στον κόσμο της φαντασίας από όπου προήλθε. 
-Αναγνωρίζω ότι δεν είναι εύκολο να βρεις το δρόμο που οδηγεί απ’ την πραγματικότητα στη φαντασία –τους είπε ο Γενικός Υποδιευθυντής της Υδραυλικής Πολιτικής, που εμφανίστηκε στον τόπο του εγκλήματος. 
Ζήτησαν τηλεφωνικώς τη συμβουλή του Γενικού Διευθυντή και αποφάσισαν να κλείσουν τον ψυχοπαθή δολοφόνο σε μια αποθήκη και να τον έχουν εκεί για 15 μέρες μόνο με ψωμί και νερό. 
Μια εβδομάδα μετά ο δολοφόνος κατάφερε να το σκάσει και να επιστρέψει μόνος του, με δική του ευθύνη στον κόσμο της φαντασίας. Δε μπόρεσε, παρ’ όλα αυτά, να ανακτήσει το ρόλο του δολοφόνου γιατί όσο έλειπε απ’ την ταινία τρόμου, αυτή είχε μεταμορφωθεί σε μια γλυκιά ιστορία αγάπης, στην οποία πρωταγωνιστούσε μια άλλη Ζακελίν με μπλε μάτια και ένα Χουάν ασύμμετρος, που επίσης φοβόταν το σκοτάδι, άλλα και που δε μπορούσε να ακούσει τη φωνούλα της αγαπημένης του χωρίς να μην του διεργερθούν όλες οι αισθήσεις.


de Javier Tomeo 

       
Cuando terminó aquella película de miedo no se encendieron las luces de la sala. Todo continuó a oscuras. Sólo se veía la bombilla roja que señalaba la puerta de los servicios. Algunos espectadores se armaron de valor y no tuvieron problemas para encontrar la salida. Otros, pensando en el asesino de la película, tuvieron miedo y continuaron en sus asientos. Juan K., por ejemplo, fue de los que no se atrevieron a moverse. Cerró los ojos -uno, por cierto, era más grande que el otro-, se cruzó de brazos y trató de animarse pensando en su novia francesa, que era lo más contrario a la muerte entre todas las cosas que conocía.
      Media hora después, al abrir otra vez los ojos, advirtió que los demás espectadores le habían dejado solo y que el asesino estaba sentado a su lado.
      -Vamos a ver -le preguntó aquel canalla, mientras su mano derecha acariciaba la empuñadura del puñal-, dígame cuáles son los motivos que tiene usted para continuar vivo.
      -Tengo una novia francesa -le contestó Juan, procurando que no le temblase demasiado la voz.
      El asesino no esperaba una respuesta como aquélla y se quedó pensando. Luego le pidió que le explicase un poco cómo era la chica y Juan le dijo que era rubia y tenía los ojos azules.
      -Eso no es suficiente -masculló el asesino, sin apartar la mano del puñal-, dígame, por lo menos, cómo se llama.
      Juan le dijo que se llamaba Jacqueline y que, además de los ojos azules, tenía una vocecita de niña perdida en el bosque que le ponía cachondo.
      -Me parece que es usted bastante guarro -le dijo entonces el asesino. 
Y levantó el puñal con las peores intenciones. Juan pidió auxilio y se acercaron corriendo los acomodadores, que hasta aquel momento habían estado en el vestíbulo jugando a los chinos. Se abalanzaron sobre el asesino y le redujeron en un abrir y cerrar de ojos.
      Lo malo fue que luego no supieron qué hacer con él, si llevarle a la comisaría, que estaba dos calles más arriba, o devolverle a la ficción de la que procedía.
      -Reconozco que no es fácil encontrar el camino que conduce desde la realidad hasta la fantasía -les dijo el Subdirector General de Política Hidráulica, personado en el lugar de los hechos.
      Pidieron consejo por teléfono al Director General y decidieron encerrar al psicópata asesino en un cuarto trastero y tenerle quince días a pan y agua.
      Una semana más tarde el asesino consiguió escapar y regresar por su cuenta y riesgo a la ficción. No pudo, de todas formas, recuperar su papel de asesino porque mientras estuvo fuera la película de terror se había convertido en una dulce historia de amor, protagonizada por otra Jacqueline de ojos azules y un Juan asimétrico que también tenía miedo de la oscuridad, pero que no podía oír la vocecita de su enamorada sin que se le revolucionasen todos los sentidos.

Το μυστικό του κακού / El secreto del mal



                                                                       Του Ρομπέρτο Μπολάνιο
                                                                                                                       Μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη
Αυτό το διήγημα είναι πολύ απλό αν και θα μπορούσε να είναι πολύ περίπλοκο. Επίσης: είναι ένα ημιτελές διήγημα, γιατί αυτού του τύπου οι ιστορίες δεν τελειώνουν. Είναι νύχτα στο Παρίσι και ένας Αμερικάνος δημοσιογράφος κοιμάται. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο και κάποιος, σε αγγλικά χωρίς καμία χαρακτηριστική προφορά, ζητάει τον Τζόε Α. Κέλσο. Ο δημοσιογράφος απαντάει ότι είναι ο ίδιος και ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του. Είναι τέσσερις το πρωί, δεν έχει κοιμηθεί πάνω από τρείς ώρες και είναι κουρασμένος. Η φωνή απ’ την άλλη άκρη της γραμμής λέει ότι πρέπει να τον συναντήσει για να του μεταφέρει μια πληροφορία. Ο δημοσιογράφος ρωτάει περί τίνος πρόκειται. Όπως συνήθως συμβαίνει με αυτού του είδους τα τηλεφωνήματα, η φωνή δεν αποκαλύπτει τίποτα. Ο δημοσιογράφος τού ζητάει, τουλάχιστον, κάποιο στοιχείο. Η φωνή, σε ολόσωστα αγγλικά, πολύ καλύτερα απ’ του Κέλσο, του λέει ότι προτιμάει να τον δει προσωπικά. Aμέσως, προσθέτει, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Πού; Ζητάει να μάθει ο Κέλσο. Η φωνή αναφέρει μια γέφυρα του Παρισιού. Και προσθέτει: Σε είκοσι λεπτά μπορείτε να είστε εκεί με τα πόδια. Ο δημοσιογράφος που είχε πάει σε εκατοντάδες παρόμοιες συναντήσεις, απαντάει ότι σε μισή ώρα θα είναι εκεί. Όσο ντύνεται σκέφτεται ότι είναι ένας μάλλον αδέξιος τρόπος για να χαλάσει το βράδυ του, αλλά την ίδια στιγμή συνειδητοποιεί, με ελαφριά έκπληξη, ότι πια δε νυστάζει, ότι το τηλεφώνημα, παρ’ όλο που είναι προβλέψιμο, τον έχει ξαγρυπνήσει. Όταν φτάνει στη γέφυρα, πέντε λεπτά πιο αργά απ’ τη συμφωνημένη ώρα, βλέπει μόνο κάτι αυτοκίνητα. Στέκεται για λίγο στη μία άκρη, και περιμένει. Στη συνέχεια διασχίζει τη γέφυρα, που είναι ακόμα ερημική, και αφού περιμένει μερικά λεπτά στην άλλη άκρη τελικά την ξαναδιασχίζει και αποφασίζει να θεωρήσει λήξαν το νυχτερινό συμβάν και να γυρίσει σπίτι για ύπνο. Στο δρόμο για το σπίτι σκέφτεται τη φωνή: δεν ήταν Αμερικανού, γι’ αυτό είναι σίγουρος, ούτε και Άγγλου, αν και αυτό δε θα μπορούσε να το διαβεβαιώσει. Ίσως ενός Νοτιοαφρικάνου ή Αυστραλού, σκέφτεται, ή μπορεί ενός Ολλανδού, ή κάποιου Βορειοευρωπαίου που έμαθε αγγλικά στο σχολείο και τα τελειοποίησε σε διάφορες αγγλόφωνες χώρες. Ενώ διασχίζει ένα δρόμο ακούει κάποιον να τον φωνάζει. Κύριε Κέλσο. Κατ’ ευθείαν συνειδητοποιεί ότι αυτός που τον φωνάζει είναι ο ίδιος που του είχε κλείσει ραντεβού στη γέφυρα. Η φωνή βγαίνει από μια σκοτεινή είσοδο πολυκατοικίας. Ο Κέλσο κοντοστέκεται, αλλά η φωνή τον διατάζει να συνεχίσει να περπατάει.
Όταν φτάνει στην επόμενη γωνία ο δημοσιογράφος γυρνάει και δε βλέπει κανένα να τον ακολουθεί. Μπαίνει στον πειρασμό να γυρίσει πίσω, αλλά αφού αμφιταλαντεύεται για μια στιγμή, αποφασίζει ότι το καλύτερο είναι να συνεχίσει το δρόμο του. Ξαφνικά ένας τύπος πετάγεται από ένα παράδρομο και τον χαιρετάει. Ο Κέλσο ανταποδίδει το χαιρετισμό. Ο τύπος του δίνει το χέρι. Σάτσα Πίνσκυ, λέει. Ο Κέλσο του σφίγγει το χέρι και λέει, με τη σειρά του, το όνομά του. Αυτός ο κάποιος Πίνσκυ, τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη. Τον ρωτάει αν του κάνει κέφι ένα ουίσκι. Για την ακρίβεια λέει: ένα ουισκάκι. Τον ρωτάει αν πεινάει. Τον διαβεβαιώνει ότι ξέρει ένα μπαρ ανοιχτό τέτοια ώρα με ζεστά, φρεσκοψημένα κρουασάν. Ο Κέλσο τον παρατηρεί στο πρόσωπο. Ο Πίνσκυ φοράει καπέλο άλλα ακόμα και έτσι μπορεί να αντιληφθεί την άσπρη, χλωμή του φάτσα, σα να ήταν έγκλειστος για χρόνια. Άλλα πού; Σκέφτεται ο Κέλσο. Σε φυλακή ή ψυχιατρικό ίδρυμα. Όπως και να’ χει, είναι αργά πια για να κάνει πίσω και τα ζεστά κρουασάν δελεάζουν τον Κέλσο. Το μέρος λέγεται Chez Pain και παρ’ όλο που είναι στη γειτονιά του, αν και σε ένα μικρό και ερημικό δρομάκι, είναι η πρώτη φορά που μπαίνει και μάλλον η πρώτη φορά που το βλέπει. Τα μέρη που συχνάζει ο δημοσιογράφος βρίσκονται, ως επί το πλείστον, στο Μοντπαρνάς και έχουν την αίγλη ενός κάποιου αμφιλεγόμενου θρύλου: το μπαρ όπου έφαγε κάποτε ο Σκοτ Φίτζεραλντ, το μπαρ όπου οι Τζόις και Μπέκετ ήπιαν ιρλανδέζικο ουίσκι, το μπαρ του Χέμινγουει, το μπαρ του Τζον Ντος Πάσος και το μπαρ του Τρούμαν Καπότε και του Τένεσι Γουίλιαμς. Στο Chez Pain τα κρουασάν είναι, πράγματι, πολύ καλά και φρέσκα και ο καφές μια χαρά. Γεγονός που κάνει τον Κέλσο να σκεφτεί ότι αυτός ο Πίνσκυ ενδεχομένως είναι, τρομακτική πιθανότητα, κάτοικος της γειτονιάς. Όσο αναλογίζεται την πιθανότητα, ο Κέλσο ανατριχιάζει. Ένας φορτικός τύπος, ένας παρανοϊκός, ένας τρελός που παρακολουθεί τα πάντα χωρίς, με τη σειρά του, να γίνεται αντιληπτός, κάποιος απ’ τον οποίο θα δυσκολευτεί να απαλλαχθεί. Ωραία, λέει τελικά, σας ακούω. Ο χλωμός τύπος, που δεν τρώει και πίνει με μικρές γουλιές μια κούπα καφέ, τον κοιτάζει και χαμογελάει. Το χαμόγελό του είναι, με κάποιον τρόπο, ένα χαμόγελο υπερβολικά θλιμμένο, και κουρασμένο, σα μονάχα μέσα απ’ αυτό να επιτρέπει στον εαυτό του να εξωτερικεύσει την κούραση, την εξουθένωση και την έλλειψη ύπνου. Όταν σταματάει να χαμογελάει, παρ’ όλα αυτά, το πρόσωπό του ανακτά κατ’ ευθείαν την παγερή του έκφραση.



                                                                                                                                    de Roberto Bolaño

Este cuento es muy simple aunque hubiera podido ser muy complicado. También: es un cuento inconcluso, porque este tipo de historias no tienen un final. Es de noche en París y un periodista norteamericano está durmiendo. De pronto suena el teléfono y alguien, en un inglés sin acento de ninguna parte, le pregunta por Joe A. Kelso. El periodista responde que es él y luego mira el reloj. Son las cuatro de la mañana y no ha dormido más de tres horas y está cansado. La voz al otro lado del teléfono le dice que tiene que verlo para transmitirle una información. El periodista pregunta de qué se trata. Como suele suceder con este tipo de llamadas, la voz no suelta prenda. El periodista le pide, al menos, una pista. La voz, en un inglés correctísimo, mucho mejor que el de Kelso, le dice que prefiere verlo personalmente. De inmediato, añade, no hay tiempo que perder. ¿En dónde?, inquiere Kelso. La voz menciona un puente de París. Y añade: En veinte minutos puede llegar caminando. El periodista, que ha tenido cientos de citas semejantes, contesta que en media hora estará allí. Mientras se viste piensa que es una manera bastante torpe de arruinarse la noche, pero al mismo tiempo se da cuenta, con un ligero asombro, de que ya no tiene sueño, que la llamada, pese a su previsibilidad, lo ha desvelado. Cuando llega al puente, cinco minutos más tarde de lo convenido, sólo ve coches. Durante un rato permanece quieto en un extremo, esperando. Luego cruza el puente, que sigue solitario, y tras aguardar unos minutos en el otro extremo finalmente vuelve a cruzarlo y decide dar por concluida la noche y volver a casa y dormir. Mientras camina de regreso a casa piensa en la voz: no era un norteamericano, de eso está seguro, tampoco era un inglés, aunque eso ya no podría asegurarlo. Tal vez un surafricano o un australiano, piensa, o puede que un holandés, o alguien del norte de Europa que aprendió inglés en la escuela y que luego lo ha ido perfeccionando en distintos países angloparlantes. Cuando cruza una calle oye que alguien lo llama. Señor Kelso. De inmediato se da cuenta de que quien lo ha llamado es la persona que lo ha citado en el puente. La voz sale de un zaguán oscuro. Kelso hace el ademán de detenerse, pero la voz lo conmina a seguir caminando.
Cuando llega a la siguiente esquina el periodista se da vuelta y ve que nadie lo sigue. Está tentado a volver sobre sus pasos, pero tras vacilar un instante decide que lo mejor es continuar su camino. De pronto un tipo surge de una bocacalle y lo saluda. Kelso devuelve el saludo. El tipo le tiende una mano. Sacha Pinsky, dice. Kelso estrecha su mano y dice, a su vez, su nombre. El tal Pinsky le palmea la espalda. Le pregunta si le apetece tomar un whisky. En realidad dice: un whiskycito. Le pregunta si tiene hambre. Asegura conocer un bar abierto a esa hora que vende croissants calientes, acabados de hacer. Kelso lo mira a la cara. Pinsky lleva sombrero pero aun así se puede apreciar una jeta blanca, pálida, como si hubiera estado muchos años recluido. ¿Pero en dónde?, piensa Kelso. En una cárcel o en una institución para enfermos mentales. De todas maneras, ya es tarde para echarse atrás y los croissants calientes seducen a Kelso. El local se llama Chez Pain y pese a estar en su barrio, si bien en una calle pequeña y poco frecuentada, es la primera vez que entra y posiblemente la primera vez que lo ve. Los establecimientos a los que suele acudir el periodista están, en su mayoría, en Montparnasse y son lugares aureolados con una cierta ambigua leyenda: el bar donde comió alguna vez Scott Fitzgerald, el bar donde Joyce y Beckett bebieron whisky irlandés, el bar de Hemingway y el bar de John Dos Passos y el bar de Truman Capote y Tennessee Williams.En Chez Pain los croissants son, efectivamente, buenos y están recién hechos y el café no está nada mal. Lo que lleva a Kelso a pensar que el tal Pinsky probablemente sea, posibilidad horrenda, un vecino del barrio. Mientras sopesa esta posibilidad, Kelso se estremece. Un pesado, un paranoico, un loco que observa sin ser, a su vez, observado, alguien a quien le costará sacarse de encima. Bien, dice finalmente, usted dirá. El tipo pálido, que no come y bebe a sorbitos una taza de café, lo mira y sonríe. Su sonrisa es, de alguna manera, una sonrisa en extremo triste, y también cansada, como si sólo con ella se permitiera exteriorizar el cansancio, el agotamiento y la falta de sueño. Cuando deja de sonreír, sin embargo, sus facciones recobran instantáneamente la gelidez. 

8.4.11

Δύο διηγήματα του Χούλιο Κορτάσαρ/ Julio Cortazar

 Προοίμιο στις οδηγίες για το πώς κουρδίζουμε ένα ρολόι

Σκέψου αυτό: όταν σου χαρίζουν ένα ρολόι, σου χαρίζουν μια μικρή ανθισμένη κόλαση, μια αλυσίδα από τριαντάφυλλα, ένα μπουντρούμι από αέρα. Δεν σου δίνουν μόνο το ρολόι, τα χρόνια πολλά, και τα ελπίζουμε να ζήσεις να το χαίρεσαι γιατί είναι καλή μάρκα, ελβετικό με μηχανισμό από ρουμπίνια· δεν σου χαρίζουν μόνο αυτόν τον μικροσκοπικό λιθοξόο που θα τον δένεις στον καρπό σου και θα τον βγάζεις βόλτα μαζί σου. Σου χαρίζουν –δεν το ξέρουν, το χειρότερο είναι ότι δεν το ξέρουν-, σου χαρίζουν ένα καινούριο κομμάτι από σένα τον ίδιο, εύθραυστο και επισφαλές, κάτι που είναι δικό σου, αλλά δεν είναι το σώμα σου, που πρέπει να το δέσεις στο σώμα σου με το λουράκι του σαν ένα απελπισμένο χεράκι που κρέμεται απ’ τον καρπό σου. Σου χαρίζουν την ανάγκη να το κουρδίζεις για να συνεχίζει να είναι ρολόι· σου χαρίζουν την εμμονή να συμβουλεύεσαι την ακριβή ώρα στις βιτρίνες των κοσμηματοπωλείων, από το ραδιόφωνο, από την τηλεφωνική υπηρεσία. Σου χαρίζουν το φόβο να το χάσεις, να στο κλέψουν, να σου πέσει κάτω και να σπάσει. Σου χαρίζουν τη μάρκα του, και τη σιγουριά ότι είναι μια μάρκα καλύτερη απ’ τις άλλες, σου χαρίζουν την τάση να συγκρίνεις το ρολόι σου με τα υπόλοιπα ρολόγια. Δε σου χαρίζουν το ρολόι, εσύ είσαι το δώρο, εσένα σε προσφέρουν για τα γενέθλια του ρολογιού. 

Οδηγίες για το πώς κουρδίζουμε ένα ρολόι
Εκεί στο βάθος είναι ο θάνατος, αλλά μη φοβάστε, κύριε. Κρατήστε το ρολόι με το ένα χέρι, πιάστε με δύο δάχτυλα το κουμπάκι για το κούρδισμα, γυρίστε το απαλά. Έτσι ανοίγεται μια νέα περίοδος, τα δέντρα ξεδιπλώνουν τα φύλλα τους, οι βάρκες κάνουν κωπηλατικούς αγώνες, ο χρόνος σα βεντάλια γεμίζει από μόνος του και απ’ αυτόν γεννιέται ο άνεμος, το αεράκι της γης, ο ίσκιος μιας γυναίκας, το άρωμα του ψωμιού.
Τι άλλο θέλετε λοιπόν, τι άλλο θέλετε; Δέστε το γρήγορα στον καρπό σας, αφήστε το να πάλλεται ελεύθερα, μιμηθείτε το με λαχτάρα. Ο φόβος σκουριάζει τους μηχανισμούς, ό,τι έχει κατακτηθεί και ξεχάστηκε τρώει σιγά σιγά τις φλέβες του ρολογιού, προκαλώντας γάγγραινα στο κρύο αίμα των ρουμπινιών του. Και εκεί στο βάθος είναι ο θάνατος αν τυχόν δεν τρέξουμε και φτάσουμε νωρίτερα και καταλάβουμε ότι πια δεν έχει σημασία.



Preámbulo a las instrucciones para dar cuerda al reloj   


Piensa en esto: cuando te regalan un reloj te regalan un pequeño infierno florido, una cadena de rosas, un calabozo de aire. No te dan solamente un reloj, que los cumplas muy felices, y esperamos que te dure porque es de buena marca, suizo con áncora de rubíes; no te regalan solamente ese menudo picapedrero que te ataras a la muñeca y pasearas contigo. Te regalan -no lo saben, lo terrible es que no lo saben-, te regalan un nuevo pedazo frágil y precario de ti mismo, algo que es tuyo, pero no es tu cuerpo, que hay que atar a tu cuerpo con su correa como un bracito desesperado colgándose de tu muñeca. Te regalan la necesidad de darle cuerda para que siga siendo un reloj; te regalan la obsesión de atender a la hora exacta en las vitrinas de las joyerías, en el anuncio por la radio, en el servicio telefónico. Te regalan el miedo de perderlo, de que te lo roben, de que se caiga al suelo y se rompa. Te regalan su marca, y la seguridad de que es una marca mejor que las otras, te regalan la tendencia a comparar tu reloj con los demás relojes. No te regalan un reloj, tú eres el regalado, a ti te ofrecen para el cumpleaños del reloj.  


Instrucciones para dar cuerda al reloj 


Allá al fondo está la muerte, pero no tenga miedo. Sujete el reloj con una mano, tome con dos dedos la llave de la cuerda, remóntela suavemente. Ahora se abre otro plazo, los árboles despliegan sus hojas, las barcas corren regatas, el tiempo como un abanico se va llenando de sí mismo y de él brotan el aire, las brisas de la tierra, la sombra de una mujer, el perfume del pan. ¿Qué más quiere, qué más quiere? Átelo pronto a su muñeca, déjelo latir en libertad, imítelo anhelante. El miedo herrumbra las áncoras, cada cosa que pudo alcanzarse y fue olvidada va corroyendo las venas del reloj, gangrenando la fría sangre de sus rubíes. Y allá en el fondo está la muerte si no corremos y llegamos antes y comprendemos que ya no importa. 

Μικροδιηγήματα/ Microcuentos





Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΛΑΧΑΝΟΥ
Στον επίγειο παράδεισο, τη φωτεινή μέρα που δημιουργήθηκαν τα λουλούδια, πριν ακόμα η Έυα σκανδαλιστεί απ’το φίδι, το καταραμένο πνεύμα πλησίασε την πiο όμορφη νεαρή τριανταφυλλιά τη στιγμή που εκείνη άπλωνε, κάτω απ’τα χάδια του γαλάζιου ήλιου, την κόκκινη παρθενία των χειλιών της.
-Είσαι όμορφη.
-Είμαι -είπε η τριανταφυλλιά.
-Όμορφη και ευτυχισμένη -συνέχισε ο διάβολος-. Έχεις το χρώμα, τη χάρη και το άρωμα. Αλλά... 
-Αλλά;...
-Δεν είσαι χρήσιμη. Δεν βλέπεις εκείνα τα δέντρα που είναι γεμάτα βελανίδια; Εκείνα, που όχι μόνο είναι καταπράσινα, αλλά δίνουν και τροφή σε ένα πλήθος πλασμάτων που στέκονται κάτω απ’τα κλαδιά τους. Τριανταφυλλιά, το να είσαι όμορφη δε φτάνει...
Η τριανταφυλλιά, τότε - έχοντας μπει στον πειρασμό όπως αργότερα και η γυναίκα- πόθησε την χρησιμότητα, τόσο που χλόμιασε η πορφύρα της.
Πέρασε ο καλός Θεός μετά την επόμενη χαραυγή.
-Πατέρα - είπε εκείνη η λουλουδένια πριγκιποπούλα, τρέμοντας στην αρωματισμένη ομορφιά της-, θέλετε να με κάνετε χρήσιμη;
-Ας είναι, κόρη μου -απάντησε ο Κύριος, χαμογελώντας.
Και τότε ο κόσμος γνώρισε το πρώτο λάχανο.
Ρουμπέν Νταρίο, ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ (1893)
Μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη

ΕΝΑΣ ΨΥΛΛΟΣ ΣΤΟΝ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΤΙΚΟ ΥΠΝΟ
Ήταν κάποτε ένας μοναχικός ψύλλος που έτριβε τα ποδαράκια του και πηδούσε απ’τη μια μεριά στην άλλη του άσπρου δωματϊου. Ένα δωμάτιο όλο άσπρο, εκτός από ένα χείμαρρο κόκκινων μαλλιών, εκτός από κάτι βλέφαρα που ανοίγουν και αποκαλύπτουν ένα βλέμμα σαγηνευτικό. Τότε, ο ψύλλος και εκείνο το βλέμμα ήρθαν τόσο κοντά, όσο δεν είχαν φανταστεί. “Να την φιλήσω;” , διστάζει ο ψύλλος. “Λες να έχω τρελαθεί;” , αναρωτιέται η γυναίκα. 
Καρόλα Αικίν, Ισπανία (2001)
Μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη



EL NACIMIENTO DE LA COL
En el paraíso terrenal, en el día luminoso en que las flores fueron creadas, y antes de que Eva fuese tentada por la serpiente, el maligno espíritu se acercó a la más linda rosa nueva en el momento en que ella tendía, a la caricia del celeste sol, la roja virginidad de sus labios.
–Eres bella.
–Lo soy –dijo la rosa.
–Bella y feliz –prosiguió el diablo–. Tienes el color, la gracia y el aroma. Pero...
–¿Pero?...
–No eres útil. ¿No miras esos árboles llenos de bellotas? Ésos, a más de ser frondosos, dan alimento a muchedumbres de seres animados que se detienen bajo sus ramas. Rosa, ser bella es poco...
La rosa, entonces –tentada como después lo sería la mujer– deseó la utilidad, de tal modo que hubo palidez en su púrpura.
Pasó el buen Dios después del alba siguiente.
–Padre –dijo aquella princesa floral, temblando en su perfumada belleza–, ¿queréis hacerme útil?
–Sea, hija mía –contestó el Señor, sonriendo.
Y entonces el mundo vio la primera col.
Rubén Darío, NICARAGUA (1893)


UN SALTAMONTES A LA HORA DE LA SIESTA
Érase una vez un saltamontes solitario que rascaba sus patitas y brincaba de un lado a otro de la blanca habitación. Una habitación toda blanca, sí, menos por una cascada de cabellos rojos, menos por unos párpados que se abren y descubren una mirada de enredaderas. Entonces, el saltamontes y aquella mirada intiman como nunca hubieran imaginado. “¿La beso?”, duda el saltamontes. “¿Me habré vuelto loca?”, se pregunta la mujer.
Carola Aikin, ESPAÑA (2001)

*dibujo de http://silviagonzalezecharri.blogspot.com/

30.3.11

Τo διήγημα/ el cuento

                                                Του Κιμ Μονζό
                                               Μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη
Το απόγευμα ο άντρας κάθεται στο γραφείο του, παίρνει ένα λευκό φύλλο χαρτί, το βάζει στη γραφομηχανή και αρχίζει να γράφει. Η αρχική φράση του βγαίνει κατ’ευθείαν. Η δεύτερη επίσης. Μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης μεσολαβούν μερικά δευτερόλεπτα αμφιβολίας.
Γεμίζει μια σελίδα, βγάζει το χαρτί απ’τη γραφομηχανή και το αφήνει στην άκρη, με τη λευκή πλευρά από πάνω. Σε αυτήν την πρώτη σελίδα προσθέτει κι άλλη, και μετά από λίγο κι άλλη. Πού και πού ξαναδιαβάζει αυτό που έχει γράψει, διαγράφει λέξεις, αλλάζει τη σειρά τους μέσα στις φράσεις, σβήνει παραγράφους, πετάει ολόκληρες σελίδες στον κάδο σκουπιδιών. Ξαφνικά αφήνει στην άκρη  τη γραφομηχανή, παίρνει τη στίβα με τα χαρτιά, τα γυρνάει απ’την γραμμένη πλευρά και με ένα στυλό διαγράφει, αλλάζει, προσθέτει, σβήνει. Τοποθετεί τη στίβα με τα χαρτιά στα δεξιά του, ξαναφέρνει κοντά του τη γραφομηχανή και ξαναγράφει την ιστορία από την αρχή ως το τέλος. Μόλις τελείωνει, την ξαναδιορθώνει στο χέρι και την ξαναγράφει στη γραφομηχανή. Όταν πια έχει πέσει η νύχτα την ξαναδιαβάζει για νιοστή φορά. Είναι ένα διήγημα. Του αρέσει πολύ. Τόσο, που κλαίει απ’τη χαρά του. Είναι ευτυχισμένος. Ισώς να είναι το καλύτερο διήγημα που έχει γράψει ποτέ. Του φαίνεται σχεδόν τέλειο. Σχεδόν, γιατί του λείπει ο τίτλος. όταν βρει τον κατάλληλο τίτλο θα είναι ένα διήγημα ανυπέρβλητο. Διαλογίζεται πάνω στον τι τίτλο να του βάλει. Του έρχεται στο μυαλό ένας. Τον γράφει σε ένα χαρτί, για να δει πώς του φαίνεται. Δεν ταιριάζει. Αν το καλοκοιτάξεις, δεν ταιριάζει καθόλου. Τον σβήνει. Σκέφτεται άλλον. Όταν τον ξαναδιαβάζει, τον σβήνει και αυτόν.
Όλοι οι τίτλοι που του έρχονται στο μυαλό, του καταστρέφουν το διήγημα: ή είναι κοινότυποι ή δίνουν στην ιστορία ένα σουρεαλιστικό χαρακτήρα που αναιρεί την απλότητά της. Ή απλά είναι ανοησίες που το χαλάνε. Για μια στιγμή σκέφτεται να του βάλει τον τίτλο «χωρίς τίτλο», άλλα αυτό το καταστρέφει ακόμα πιο πολύ. Σκέφτεται ακόμα και την πιθανότητα να μην του βάλει πραγματικά κανένα τίτλο, και να αφήσει κενό το χώρο που προορίζεται γι’αυτόν. Αλλά αυτή η λύση είναι η χειρότερη από όλες: ίσως να υπάρχουν διηγήματα που να μη χρειάζονται τίτλο, αλλά δεν είναι αυτό· αυτό χρειάζεται έναν πολύ ακριβή: τον τίτλο που, από διήγημα σχεδόν τέλειο, θα το μεταμόρφωνε σε ένα τέλειο διήγημα σε όλα του: το καλύτερο διήγημα που έχει γραφτεί ποτέ.
Την αυγή εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια: δεν υπάρχει κανένας τίτλος αρκετά τέλειος για αυτό το τόσο τέλειο διήγημα γιατί κανένα τίτλος δεν είναι αρκετά καλός για αυτό, γεγονός που το εμποδίζει να γίνει τέλειο σε όλα του. Παραιτημένος (και ξέροντας ότι δε μπορεί να κάνει τίποτα άλλο), παίρνει τα χαρτιά όπου έχει γράψει το διήγημα, τα σκίζει στη μέση, και σκίζει το κάθε μισό στη μέση· και ούτω καθεξής μέχρι να γίνουν κομματάκια.



A media tarde el hombre se sienta ante su escritorio, coge una hoja de papel en blanco, la pone en la máquina y empieza a escribir. La frase inicial sale enseguida. La segunda también. Entre la segunda y la tercera hay unos segundos de duda.
Llena una página, saca la hoja del carro de la máquina y la deja a un lado, con la cara en blanco hacia arriba. A esta primera hoja agrega otra, y luego otra. De vez en cuando relee lo que ha escrito, tacha palabras, cambia el orden dentro de las frases, elimina párrafos, tira hojas enteras a la papelera. De golpe retira la máquina, coge la pila de hojas escritas, la vuelve del derecho y con un bolígrafo tacha, cambia, añade, suprime. Coloca la pila de hojas corregidas a la derecha, vuelve a acercarse la máquina y reescribe la historia de principio a fin. Una vez ha acabado, vuelve a corregirla a mano y a reescribirla a máquina. Ya entrada la noche la relee por enésima vez. Es un cuento. Le gusta mucho. Tanto, que llora de alegría. Es feliz. Tal vez sea el mejor cuento que ha escrito nunca. Le parece casi perfecto. Casi, porque le falta el título. Cuando encuentre el título adecuado será un cuento inmejorable. Medita qué título ponerle. Se le ocurre uno. Lo escribe en una hoja, a ver qué le parece. No acaba de funcionar. Bien mirado, no funciona en absoluto. Lo tacha. Piensa otro. Cuando lo relee también lo tacha.
Todos los títulos que se le ocurren le destrozan el cuento: o son obvios o hacen caer la historia en un surrealismo que rompe la sencillez. O bien son insensateces que lo echan a perder. Por un momento piensa en ponerle Sin título, pero eso lo estropea todavía más. Piensa también en la posibilidad de realmente no ponerle título, y dejar en blanco el espacio que se le reserva. Pero esta solución es la peor de todas: tal vez haya algún cuento que no necesite título, pero no es éste; éste necesita uno muy preciso: el título que, de cuento casi perfecto, lo convertiría en un cuento perfecto del todo: el mejor que haya escrito nunca.
Al amanecer se da por vencido: no hay ningún título suficientemente perfecto para ese cuento tan perfecto que ningún título es lo bastante bueno para él, lo cual impide que sea perfecto del todo. Resignado (y sabiendo que no puede hacer otra cosa), coge las hojas donde ha escrito el cuento, las rompe por la mitad y rompe esta mitad por la mitad; y así sucesivamente hasta hacerlo añicos.


28.3.11

Rogelio

Ροχέλιο
                                                    Του Γκιγιέρμο Αριάγα
                                                    Μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη
Ο Ροχέλιο ή δε συνειδητοποιούσε ότι ήταν ήδη νεκρός ή απλά αντιστεκόταν στο να το αποδεχτεί. Γι’αυτό, ξανά και ξανά, έβγαινε απ’το λάκκο που ήταν θαμμένος και δεν ήταν διόλου απίθανο να τον συναντήσεις να τρώει σε κανένα εστιατόριο κοντά στο νεκροταφείο. Καμιά φορά μας επισκεπτόταν στη Ρετόρνο και περνούσε ώρες και ώρες φλυαρώντας για τα παλιά. Βεβαίως πολλοί από μας προσπαθούσαμε να τον πείσουμε ότι ήταν ένα πτώμα πια και ότι βρωμούσε αρκετά. Δε μας έδινε σημασία και με απίστευτο θράσος εμφανιζόταν όπου να’ναι, οποιαδήποτε στιγμή.
Ένα βράδυ τον συνόδευσα πίσω στο νεκροταφείο. Μιλήσαμε πολύ ώρα για όλα όσα είχαμε μοιραστεί όσο ήταν ζωντανός. Αγοράσαμε και κάτι μπίρες και μεθύσαμε. Γελάσαμε. Το διασκεδάσαμε. Κλάψαμε. Το ξημέρωμα με αποχαιρέτισε με ένα χαμόγελο. Βολεύτηκε στον τάφο του και εκλείσε το καπάκι. Ποτέ ξανά δεν άκουσα τίποτα γι’αυτόν, γιατί εκείνο το χάραμα με χτύπησε αμάξι, πέθανα και η γυναίκα μου... η γυναίκα μου αποφάσισε να με αποτεφρώσει.             







de Guillermo Arriaga
Rogelio no se percataba de que ya estaba muerto o se resistía sencillamente a aceptarlo. Por ello, una y otra vez, se salía de la fosa donde estaba enterrado y no era raro encontrárselo comiendo en algún restaurante cercano al cementerio. En algunas ocasiones nos iba a visitar al Retorno y se pasaba largas horas platicando sobre los viejos tiempos. Sin duda varios de nosotros tratábamos de convencerlo de que ya era un cadáver y que apestaba bastante. No nos hacía caso y con una desfachatez increíble se presentaba en cualquier lugar y a cualquier hora.
Una noche lo acompañé de vuelta al panteón. Charlamos un buen rato sobre todas aquellas experiencias que habíamos compartido cuando él aún vivía. Compramos unas cuantas cervezas y nos emborrachamos. Nos reímos. Gozamos. Lloramos. Al amanecer se despidió con una sonrisa. Se acomodó en el ataud y cerró la tapa. Nunca más volví a saber de él, porque esa madrugada morí atropellado y mi mujer... mi mujer decidió incinerarme.