8.4.11

Μικροδιηγήματα/ Microcuentos





Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΛΑΧΑΝΟΥ
Στον επίγειο παράδεισο, τη φωτεινή μέρα που δημιουργήθηκαν τα λουλούδια, πριν ακόμα η Έυα σκανδαλιστεί απ’το φίδι, το καταραμένο πνεύμα πλησίασε την πiο όμορφη νεαρή τριανταφυλλιά τη στιγμή που εκείνη άπλωνε, κάτω απ’τα χάδια του γαλάζιου ήλιου, την κόκκινη παρθενία των χειλιών της.
-Είσαι όμορφη.
-Είμαι -είπε η τριανταφυλλιά.
-Όμορφη και ευτυχισμένη -συνέχισε ο διάβολος-. Έχεις το χρώμα, τη χάρη και το άρωμα. Αλλά... 
-Αλλά;...
-Δεν είσαι χρήσιμη. Δεν βλέπεις εκείνα τα δέντρα που είναι γεμάτα βελανίδια; Εκείνα, που όχι μόνο είναι καταπράσινα, αλλά δίνουν και τροφή σε ένα πλήθος πλασμάτων που στέκονται κάτω απ’τα κλαδιά τους. Τριανταφυλλιά, το να είσαι όμορφη δε φτάνει...
Η τριανταφυλλιά, τότε - έχοντας μπει στον πειρασμό όπως αργότερα και η γυναίκα- πόθησε την χρησιμότητα, τόσο που χλόμιασε η πορφύρα της.
Πέρασε ο καλός Θεός μετά την επόμενη χαραυγή.
-Πατέρα - είπε εκείνη η λουλουδένια πριγκιποπούλα, τρέμοντας στην αρωματισμένη ομορφιά της-, θέλετε να με κάνετε χρήσιμη;
-Ας είναι, κόρη μου -απάντησε ο Κύριος, χαμογελώντας.
Και τότε ο κόσμος γνώρισε το πρώτο λάχανο.
Ρουμπέν Νταρίο, ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ (1893)
Μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη

ΕΝΑΣ ΨΥΛΛΟΣ ΣΤΟΝ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΤΙΚΟ ΥΠΝΟ
Ήταν κάποτε ένας μοναχικός ψύλλος που έτριβε τα ποδαράκια του και πηδούσε απ’τη μια μεριά στην άλλη του άσπρου δωματϊου. Ένα δωμάτιο όλο άσπρο, εκτός από ένα χείμαρρο κόκκινων μαλλιών, εκτός από κάτι βλέφαρα που ανοίγουν και αποκαλύπτουν ένα βλέμμα σαγηνευτικό. Τότε, ο ψύλλος και εκείνο το βλέμμα ήρθαν τόσο κοντά, όσο δεν είχαν φανταστεί. “Να την φιλήσω;” , διστάζει ο ψύλλος. “Λες να έχω τρελαθεί;” , αναρωτιέται η γυναίκα. 
Καρόλα Αικίν, Ισπανία (2001)
Μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη



EL NACIMIENTO DE LA COL
En el paraíso terrenal, en el día luminoso en que las flores fueron creadas, y antes de que Eva fuese tentada por la serpiente, el maligno espíritu se acercó a la más linda rosa nueva en el momento en que ella tendía, a la caricia del celeste sol, la roja virginidad de sus labios.
–Eres bella.
–Lo soy –dijo la rosa.
–Bella y feliz –prosiguió el diablo–. Tienes el color, la gracia y el aroma. Pero...
–¿Pero?...
–No eres útil. ¿No miras esos árboles llenos de bellotas? Ésos, a más de ser frondosos, dan alimento a muchedumbres de seres animados que se detienen bajo sus ramas. Rosa, ser bella es poco...
La rosa, entonces –tentada como después lo sería la mujer– deseó la utilidad, de tal modo que hubo palidez en su púrpura.
Pasó el buen Dios después del alba siguiente.
–Padre –dijo aquella princesa floral, temblando en su perfumada belleza–, ¿queréis hacerme útil?
–Sea, hija mía –contestó el Señor, sonriendo.
Y entonces el mundo vio la primera col.
Rubén Darío, NICARAGUA (1893)


UN SALTAMONTES A LA HORA DE LA SIESTA
Érase una vez un saltamontes solitario que rascaba sus patitas y brincaba de un lado a otro de la blanca habitación. Una habitación toda blanca, sí, menos por una cascada de cabellos rojos, menos por unos párpados que se abren y descubren una mirada de enredaderas. Entonces, el saltamontes y aquella mirada intiman como nunca hubieran imaginado. “¿La beso?”, duda el saltamontes. “¿Me habré vuelto loca?”, se pregunta la mujer.
Carola Aikin, ESPAÑA (2001)

*dibujo de http://silviagonzalezecharri.blogspot.com/

No comments:

Post a Comment