5.6.11

Ο δολοφόνος/ El asesino


                                                                            Του Χαβιέρ Τομέο  
                                                              Μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη
Όταν τελείωσε εκείνη η ταινία τρόμου, δεν άναψαν τα φώτα της αίθουσας. Τα πάντα παρέμειναν στο σκοτάδι. Φαινόταν μόνο η κόκκινη επιγραφή που έδειχνε την πόρτα της τουαλέτας. Κάποιοι θεατές οπλίστηκαν με θάρρος και δεν αντιμετώπισαν προβλήματα στο να βρουν την έξοδο. Άλλοι, που σκέφτονταν ακόμα τον δολοφόνο της ταινίας, φοβήθηκαν και παρέμειναν στις θέσεις τους. Ο Χουάν Κ., για παράδειγμα, ήταν απ’ αυτούς που δεν τόλμησαν να κουνηθούν. Έκλεισε τα μάτια –το ένα παρεμπιπτόντως ήταν πιο μεγάλο απ’ το άλλο-, σταύρωσε τα χέρια του και προσπάθησε να πάρει θάρρος με τη σκέψη της γαλλίδας κοπέλας του, η οποία ήταν γι’αυτόν ό,τι πιο αντίθετο στο θάνατο υπήρχε, απ’ όλα όσα γνώριζε.
      Μισή ώρα μετά, όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, συνειδητοποίησε ότι    οι άλλοι θεατές τον είχαν αφήσει μόνο και ότι ο δολοφόνος καθόταν δίπλα του. 
-Για να δούμε -τον ρώτησε ο αλήτης,  ενώ με το δεξί χέρι χάιδευε τη λαβή του μαχαιριού-,  πείτε μου ποια είναι τα κίνητρα σας για να συνεχίζετε ζωντανός.
-Έχω μια κοπέλα γαλλίδα -του απάντησε ο Χουάν, φροντίζοντας να μην τρέμει πολύ η φωνή του.
Ο δολοφόνος δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση και έμεινε σκεπτικός. Μετά του ζήτησε να του εξηγήσει πώς ήταν αυτή η κοπέλα και ο Χουάν του είπε ότι ήταν ξανθιά με μπλε μάτια. 
-Αυτό δεν είναι αρκετό –είπε μέσα απ’ τα δόντια του ο δολοφόνος, χωρίς να πάρει το χέρι απ’ το μαχαίρι-, πείτε μου, τουλάχιστον, πώς λέγεται.
Ο Χουάν του είπε ότι λεγόταν Ζακελίν και ότι εκτός απ’ τα μπλε μάτια είχε μια φωνούλα μικρού κοριτσιού, χαμένου στο δάσος που τον άναβε.
-Μου φαίνεται ότι είστε αρκετά διεστραμμένος –του είπε τότε ο δολοφόνος.
Και σήκωσε το μαχαίρι με τις χειρότερες διαθέσεις. Ο Χουάν φώναξε βοήθεια και οι ταξιθέτες, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν στο φουαγιέ και έπαιζαν τον παπά, πλησίασαν τρέχοντας. Έπεσαν πάνω στο δολοφόνο και τον ακινητοποίησαν εν ριπή οφθαλμού. 
Το άσχημο ήταν ότι δεν ήξεραν τι να τον κάνουν μετά, να τον πάνε στο αστυνομικό τμήμα, που ήταν δύο δρόμους πιο πάνω ή να τον επιστρέψουν στον κόσμο της φαντασίας από όπου προήλθε. 
-Αναγνωρίζω ότι δεν είναι εύκολο να βρεις το δρόμο που οδηγεί απ’ την πραγματικότητα στη φαντασία –τους είπε ο Γενικός Υποδιευθυντής της Υδραυλικής Πολιτικής, που εμφανίστηκε στον τόπο του εγκλήματος. 
Ζήτησαν τηλεφωνικώς τη συμβουλή του Γενικού Διευθυντή και αποφάσισαν να κλείσουν τον ψυχοπαθή δολοφόνο σε μια αποθήκη και να τον έχουν εκεί για 15 μέρες μόνο με ψωμί και νερό. 
Μια εβδομάδα μετά ο δολοφόνος κατάφερε να το σκάσει και να επιστρέψει μόνος του, με δική του ευθύνη στον κόσμο της φαντασίας. Δε μπόρεσε, παρ’ όλα αυτά, να ανακτήσει το ρόλο του δολοφόνου γιατί όσο έλειπε απ’ την ταινία τρόμου, αυτή είχε μεταμορφωθεί σε μια γλυκιά ιστορία αγάπης, στην οποία πρωταγωνιστούσε μια άλλη Ζακελίν με μπλε μάτια και ένα Χουάν ασύμμετρος, που επίσης φοβόταν το σκοτάδι, άλλα και που δε μπορούσε να ακούσει τη φωνούλα της αγαπημένης του χωρίς να μην του διεργερθούν όλες οι αισθήσεις.


de Javier Tomeo 

       
Cuando terminó aquella película de miedo no se encendieron las luces de la sala. Todo continuó a oscuras. Sólo se veía la bombilla roja que señalaba la puerta de los servicios. Algunos espectadores se armaron de valor y no tuvieron problemas para encontrar la salida. Otros, pensando en el asesino de la película, tuvieron miedo y continuaron en sus asientos. Juan K., por ejemplo, fue de los que no se atrevieron a moverse. Cerró los ojos -uno, por cierto, era más grande que el otro-, se cruzó de brazos y trató de animarse pensando en su novia francesa, que era lo más contrario a la muerte entre todas las cosas que conocía.
      Media hora después, al abrir otra vez los ojos, advirtió que los demás espectadores le habían dejado solo y que el asesino estaba sentado a su lado.
      -Vamos a ver -le preguntó aquel canalla, mientras su mano derecha acariciaba la empuñadura del puñal-, dígame cuáles son los motivos que tiene usted para continuar vivo.
      -Tengo una novia francesa -le contestó Juan, procurando que no le temblase demasiado la voz.
      El asesino no esperaba una respuesta como aquélla y se quedó pensando. Luego le pidió que le explicase un poco cómo era la chica y Juan le dijo que era rubia y tenía los ojos azules.
      -Eso no es suficiente -masculló el asesino, sin apartar la mano del puñal-, dígame, por lo menos, cómo se llama.
      Juan le dijo que se llamaba Jacqueline y que, además de los ojos azules, tenía una vocecita de niña perdida en el bosque que le ponía cachondo.
      -Me parece que es usted bastante guarro -le dijo entonces el asesino. 
Y levantó el puñal con las peores intenciones. Juan pidió auxilio y se acercaron corriendo los acomodadores, que hasta aquel momento habían estado en el vestíbulo jugando a los chinos. Se abalanzaron sobre el asesino y le redujeron en un abrir y cerrar de ojos.
      Lo malo fue que luego no supieron qué hacer con él, si llevarle a la comisaría, que estaba dos calles más arriba, o devolverle a la ficción de la que procedía.
      -Reconozco que no es fácil encontrar el camino que conduce desde la realidad hasta la fantasía -les dijo el Subdirector General de Política Hidráulica, personado en el lugar de los hechos.
      Pidieron consejo por teléfono al Director General y decidieron encerrar al psicópata asesino en un cuarto trastero y tenerle quince días a pan y agua.
      Una semana más tarde el asesino consiguió escapar y regresar por su cuenta y riesgo a la ficción. No pudo, de todas formas, recuperar su papel de asesino porque mientras estuvo fuera la película de terror se había convertido en una dulce historia de amor, protagonizada por otra Jacqueline de ojos azules y un Juan asimétrico que también tenía miedo de la oscuridad, pero que no podía oír la vocecita de su enamorada sin que se le revolucionasen todos los sentidos.

No comments:

Post a Comment