8.4.11

Δύο διηγήματα του Χούλιο Κορτάσαρ/ Julio Cortazar

 Προοίμιο στις οδηγίες για το πώς κουρδίζουμε ένα ρολόι

Σκέψου αυτό: όταν σου χαρίζουν ένα ρολόι, σου χαρίζουν μια μικρή ανθισμένη κόλαση, μια αλυσίδα από τριαντάφυλλα, ένα μπουντρούμι από αέρα. Δεν σου δίνουν μόνο το ρολόι, τα χρόνια πολλά, και τα ελπίζουμε να ζήσεις να το χαίρεσαι γιατί είναι καλή μάρκα, ελβετικό με μηχανισμό από ρουμπίνια· δεν σου χαρίζουν μόνο αυτόν τον μικροσκοπικό λιθοξόο που θα τον δένεις στον καρπό σου και θα τον βγάζεις βόλτα μαζί σου. Σου χαρίζουν –δεν το ξέρουν, το χειρότερο είναι ότι δεν το ξέρουν-, σου χαρίζουν ένα καινούριο κομμάτι από σένα τον ίδιο, εύθραυστο και επισφαλές, κάτι που είναι δικό σου, αλλά δεν είναι το σώμα σου, που πρέπει να το δέσεις στο σώμα σου με το λουράκι του σαν ένα απελπισμένο χεράκι που κρέμεται απ’ τον καρπό σου. Σου χαρίζουν την ανάγκη να το κουρδίζεις για να συνεχίζει να είναι ρολόι· σου χαρίζουν την εμμονή να συμβουλεύεσαι την ακριβή ώρα στις βιτρίνες των κοσμηματοπωλείων, από το ραδιόφωνο, από την τηλεφωνική υπηρεσία. Σου χαρίζουν το φόβο να το χάσεις, να στο κλέψουν, να σου πέσει κάτω και να σπάσει. Σου χαρίζουν τη μάρκα του, και τη σιγουριά ότι είναι μια μάρκα καλύτερη απ’ τις άλλες, σου χαρίζουν την τάση να συγκρίνεις το ρολόι σου με τα υπόλοιπα ρολόγια. Δε σου χαρίζουν το ρολόι, εσύ είσαι το δώρο, εσένα σε προσφέρουν για τα γενέθλια του ρολογιού. 

Οδηγίες για το πώς κουρδίζουμε ένα ρολόι
Εκεί στο βάθος είναι ο θάνατος, αλλά μη φοβάστε, κύριε. Κρατήστε το ρολόι με το ένα χέρι, πιάστε με δύο δάχτυλα το κουμπάκι για το κούρδισμα, γυρίστε το απαλά. Έτσι ανοίγεται μια νέα περίοδος, τα δέντρα ξεδιπλώνουν τα φύλλα τους, οι βάρκες κάνουν κωπηλατικούς αγώνες, ο χρόνος σα βεντάλια γεμίζει από μόνος του και απ’ αυτόν γεννιέται ο άνεμος, το αεράκι της γης, ο ίσκιος μιας γυναίκας, το άρωμα του ψωμιού.
Τι άλλο θέλετε λοιπόν, τι άλλο θέλετε; Δέστε το γρήγορα στον καρπό σας, αφήστε το να πάλλεται ελεύθερα, μιμηθείτε το με λαχτάρα. Ο φόβος σκουριάζει τους μηχανισμούς, ό,τι έχει κατακτηθεί και ξεχάστηκε τρώει σιγά σιγά τις φλέβες του ρολογιού, προκαλώντας γάγγραινα στο κρύο αίμα των ρουμπινιών του. Και εκεί στο βάθος είναι ο θάνατος αν τυχόν δεν τρέξουμε και φτάσουμε νωρίτερα και καταλάβουμε ότι πια δεν έχει σημασία.



Preámbulo a las instrucciones para dar cuerda al reloj   


Piensa en esto: cuando te regalan un reloj te regalan un pequeño infierno florido, una cadena de rosas, un calabozo de aire. No te dan solamente un reloj, que los cumplas muy felices, y esperamos que te dure porque es de buena marca, suizo con áncora de rubíes; no te regalan solamente ese menudo picapedrero que te ataras a la muñeca y pasearas contigo. Te regalan -no lo saben, lo terrible es que no lo saben-, te regalan un nuevo pedazo frágil y precario de ti mismo, algo que es tuyo, pero no es tu cuerpo, que hay que atar a tu cuerpo con su correa como un bracito desesperado colgándose de tu muñeca. Te regalan la necesidad de darle cuerda para que siga siendo un reloj; te regalan la obsesión de atender a la hora exacta en las vitrinas de las joyerías, en el anuncio por la radio, en el servicio telefónico. Te regalan el miedo de perderlo, de que te lo roben, de que se caiga al suelo y se rompa. Te regalan su marca, y la seguridad de que es una marca mejor que las otras, te regalan la tendencia a comparar tu reloj con los demás relojes. No te regalan un reloj, tú eres el regalado, a ti te ofrecen para el cumpleaños del reloj.  


Instrucciones para dar cuerda al reloj 


Allá al fondo está la muerte, pero no tenga miedo. Sujete el reloj con una mano, tome con dos dedos la llave de la cuerda, remóntela suavemente. Ahora se abre otro plazo, los árboles despliegan sus hojas, las barcas corren regatas, el tiempo como un abanico se va llenando de sí mismo y de él brotan el aire, las brisas de la tierra, la sombra de una mujer, el perfume del pan. ¿Qué más quiere, qué más quiere? Átelo pronto a su muñeca, déjelo latir en libertad, imítelo anhelante. El miedo herrumbra las áncoras, cada cosa que pudo alcanzarse y fue olvidada va corroyendo las venas del reloj, gangrenando la fría sangre de sus rubíes. Y allá en el fondo está la muerte si no corremos y llegamos antes y comprendemos que ya no importa. 

Μικροδιηγήματα/ Microcuentos





Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΛΑΧΑΝΟΥ
Στον επίγειο παράδεισο, τη φωτεινή μέρα που δημιουργήθηκαν τα λουλούδια, πριν ακόμα η Έυα σκανδαλιστεί απ’το φίδι, το καταραμένο πνεύμα πλησίασε την πiο όμορφη νεαρή τριανταφυλλιά τη στιγμή που εκείνη άπλωνε, κάτω απ’τα χάδια του γαλάζιου ήλιου, την κόκκινη παρθενία των χειλιών της.
-Είσαι όμορφη.
-Είμαι -είπε η τριανταφυλλιά.
-Όμορφη και ευτυχισμένη -συνέχισε ο διάβολος-. Έχεις το χρώμα, τη χάρη και το άρωμα. Αλλά... 
-Αλλά;...
-Δεν είσαι χρήσιμη. Δεν βλέπεις εκείνα τα δέντρα που είναι γεμάτα βελανίδια; Εκείνα, που όχι μόνο είναι καταπράσινα, αλλά δίνουν και τροφή σε ένα πλήθος πλασμάτων που στέκονται κάτω απ’τα κλαδιά τους. Τριανταφυλλιά, το να είσαι όμορφη δε φτάνει...
Η τριανταφυλλιά, τότε - έχοντας μπει στον πειρασμό όπως αργότερα και η γυναίκα- πόθησε την χρησιμότητα, τόσο που χλόμιασε η πορφύρα της.
Πέρασε ο καλός Θεός μετά την επόμενη χαραυγή.
-Πατέρα - είπε εκείνη η λουλουδένια πριγκιποπούλα, τρέμοντας στην αρωματισμένη ομορφιά της-, θέλετε να με κάνετε χρήσιμη;
-Ας είναι, κόρη μου -απάντησε ο Κύριος, χαμογελώντας.
Και τότε ο κόσμος γνώρισε το πρώτο λάχανο.
Ρουμπέν Νταρίο, ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ (1893)
Μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη

ΕΝΑΣ ΨΥΛΛΟΣ ΣΤΟΝ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΤΙΚΟ ΥΠΝΟ
Ήταν κάποτε ένας μοναχικός ψύλλος που έτριβε τα ποδαράκια του και πηδούσε απ’τη μια μεριά στην άλλη του άσπρου δωματϊου. Ένα δωμάτιο όλο άσπρο, εκτός από ένα χείμαρρο κόκκινων μαλλιών, εκτός από κάτι βλέφαρα που ανοίγουν και αποκαλύπτουν ένα βλέμμα σαγηνευτικό. Τότε, ο ψύλλος και εκείνο το βλέμμα ήρθαν τόσο κοντά, όσο δεν είχαν φανταστεί. “Να την φιλήσω;” , διστάζει ο ψύλλος. “Λες να έχω τρελαθεί;” , αναρωτιέται η γυναίκα. 
Καρόλα Αικίν, Ισπανία (2001)
Μετάφραση: Παπαδάκη Ειρήνη



EL NACIMIENTO DE LA COL
En el paraíso terrenal, en el día luminoso en que las flores fueron creadas, y antes de que Eva fuese tentada por la serpiente, el maligno espíritu se acercó a la más linda rosa nueva en el momento en que ella tendía, a la caricia del celeste sol, la roja virginidad de sus labios.
–Eres bella.
–Lo soy –dijo la rosa.
–Bella y feliz –prosiguió el diablo–. Tienes el color, la gracia y el aroma. Pero...
–¿Pero?...
–No eres útil. ¿No miras esos árboles llenos de bellotas? Ésos, a más de ser frondosos, dan alimento a muchedumbres de seres animados que se detienen bajo sus ramas. Rosa, ser bella es poco...
La rosa, entonces –tentada como después lo sería la mujer– deseó la utilidad, de tal modo que hubo palidez en su púrpura.
Pasó el buen Dios después del alba siguiente.
–Padre –dijo aquella princesa floral, temblando en su perfumada belleza–, ¿queréis hacerme útil?
–Sea, hija mía –contestó el Señor, sonriendo.
Y entonces el mundo vio la primera col.
Rubén Darío, NICARAGUA (1893)


UN SALTAMONTES A LA HORA DE LA SIESTA
Érase una vez un saltamontes solitario que rascaba sus patitas y brincaba de un lado a otro de la blanca habitación. Una habitación toda blanca, sí, menos por una cascada de cabellos rojos, menos por unos párpados que se abren y descubren una mirada de enredaderas. Entonces, el saltamontes y aquella mirada intiman como nunca hubieran imaginado. “¿La beso?”, duda el saltamontes. “¿Me habré vuelto loca?”, se pregunta la mujer.
Carola Aikin, ESPAÑA (2001)

*dibujo de http://silviagonzalezecharri.blogspot.com/